- προστατεκτομία
- η удаление предстательной железы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προστατεκτομία — η, Ν ιατρ. βλ. προστατεκτομή … Dictionary of Greek
προστατεκτομή — και προστατεκτομία, η, Ν ιατρ. μερική ή ολική αφαίρεση τού προστάτη με εγχείρηση, μερική όταν πρόκειται για υπερτροφία ή ολική σε περιπτώσεις καρκίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prostatectomy < προστάτης + εκτομή] … Dictionary of Greek